- φρασεολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία (βλ. λ.), που είναι της φρασεολογίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρασεολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρασεολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Χρυσοβέργη] … Dictionary of Greek